Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

ΑΘΑΝΑΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ!

Μαρία Ραγκούση

Ἡ Ἑλληνικὴ ὕπαιθρος γιορτάζει ἀκόμη στὰ πανηγύρια. Διοργανώνονται κυρίως τὸν Δεκαπενταύγουστο, διατηροῦν τὴν παράδοση παρὰ τὶς δυσκολίες τῶν καιρῶν, ἔχουν τοὺς κανόνες τους, τοὺς θρύλους καὶ τοὺς ἀστέρες τους - ποὺ ἔχουν γεμᾶτο τὸ καρνὲ τους μέχρι τὰ μέσα Σεπτεμβρίου.
Ἄλλωστε, δὲν εἶναι λίγα τὰ σημαντικὰ ὀνόματα τοῦ σημερινοῦ ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ πού πέρασαν ἀπὸ τή μεγάλη τῶν πανηγυριῶν σχολή, ἔχουν θητεία στὰ πατάρια καὶ ὁδοιπορικὰ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Μία φορὰ καὶ ἕναν καιρὸ ὑπῆρχαν τὰ πανηγύρια, ὅπου ἡ μουσικὴ
ἦταν ταυτισμένη μὲ μία μορφὴ ἱερουργίας. Ἀφορμὴ πάντα εἶχαν τὸν ἑορτασμὸ τοῦ ἑκάστοτε Ἁγίου, ἡ «μάχη» τῶν πανηγυριῶν κλιμακωνόταν κατὰ τὴν περίοδο μεταξύ τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, οἱ τραγουδιστὲς ἀμείβονταν μὲ «χαρτούρα» (δηλαδὴ ὄχι μὲ μεροκάματο, ἀλλὰ μὲ φιλοδώρημα) καὶ διοργανώνονταν ἀπὸ τὰ καφενεῖα στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ.
«Μὲ τὴ χαρτούρα ἀναγνωριζόταν ὁ καλλιτέχνης ἀπ᾿ εὐθείας ἀπ᾿ τὸν λαό. Ἀμειβόταν ἡ ἱκανότητα τοῦ ὀργανοπαίχτη νὰ ἀγγίξει τὴν ψυχὴ τοῦ χορευτῆ», ἐξηγεῖ ὁ τραγουδιστής Δημήτρης Κοντογιάννης ἀπὸ τὴ Δαύλεια Βοιωτίας ποὺ ἔχει θητεύσει στὰ πανηγύρια ἀπὸ 14 ἐτῶν. «Τότε ὁ πληθυσμὸς εἶχε βιωματικὴ σχέση μὲ τὸν χορό, ὁ χορευτὴς ἀπειλοῦσε τὸν ἀτζαμῆ καλλιτέχνη μὲ τὰ μάτια, οἱ Ἕλληνες ἤξεραν τὸν ρυθμικὸ κανόνα», προσθέτει χαράζοντας τὶς γραμμὲς μίας τοιχογραφίας μὲ ἀρχή, μέση καὶ τέλος.
Ἀκόμη καὶ ὁ χορὸς εἶχε τὴ σημειολογία του. «Ὁ κόσμος ἤξερε νὰ χορεύει ὁμαδικά, ἐξ ἄλλου οἱ κυκλικοὶ χοροὶ γεννήθηκαν στὴν Ἑλλάδα καὶ συμβολίζουν μία κοινότητα δημοκρατική. Ὁ πρῶτος χορευτὴς δείχνει τὸ ταμπεραμέντο του, τὴν ἰδιωτική του προσέγγιση. Μετὰ πηγαίνει τελευταῖος καὶ ξαναστηρίζει τὴν ὁμάδα τοῦ χοροῦ, τὴν κοινότητα», σημειώνει ὁ κ. Κοντογιάννης. Ἡ «καρδιὰ» τῶν μεγάλων πανηγυριῶν χτυποῦσε σὲ Ἤπειρο, Αἰτωλοακαρνανία, Παρνασσὸ.
   Οἱ προπολεμικοὶ στὰρ ἦταν οἱ: Γιῶργος Παπασιδέρης, Γιῶργος Μεϊντανᾶς, Κώστας Ρούκουνας, Γεωργία Μητάκη καὶ ἄλλοι, ἐνῶ τὰ μεγάλα κλαρίνα ἦταν οἱ: Γιαοῦζος, Φουσκομπούκας, Κοκοντίνης, Μπατζῆς καὶ Βασιλόπουλος.
Τὴ δεκαετία ᾿50-᾿60 τὸ εἶδος γνώρισε ἄνθιση καὶ τὰ μεγάλα ὀνόματα στὸ τραγούδι ἦταν οἱ: Τάκης Καρναβᾶς, Ἀνδρέας Τσαούσης, Κώστας Σκαφίδας, Ἀλέκος Κιτσάκης, Δημήτρης Ζάχος, Στάθης Κάβουρας, Σοφία Κολλητήρη, Τασία Βέρρα, Φιλιώ Πυργάκη. Στὸ κλαρίνο οἱ: Βασίλης Σαλέας, Τάσος Χαλκιᾶς, Παναγιώτης Κοκοντίνης, Γιάννης Βασιλόπουλος, Βαγγέλης καὶ Βασίλης Σούκας καὶ στὸ βιολὶ ὁ Γιῶργος Κόρος. Μάλιστα, ἡ ἱεροτελεστία ἦταν δεδομένη. «Οἱ παρέες ἔπαιρναν νούμερο σειρᾶς γιὰ τὸν χορὸ», θυμᾶται ἡ τραγουδίστρια Σοφία Κολλητήρη, ἐνῶ προσθέτει πὼς τὰ «δυνατά» πανηγύρια ἦταν στὴν Ἀττικοβοιωτία, ἀλλὰ καὶ στὴν Αἰτωλοακαρνανία (καὶ εἰδικότερα στὰ χωριὰ τοῦ Ξηρομέρου, ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ τραγουδιστής Τάκης Καρναβᾶς).

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
 «Τὸ “σύστημα” τότε ἤθελε μία ζυγιὰ (κομπανία) σὲ ἕνα καφενεῖο καὶ μία στὸ ἀπέναντι. Χωρὶς μικρόφωνα, μόνο κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαοῦτο καὶ -λίγο μετὰ- κιθάρα. Τὰ πανηγύρια κρατοῦσαν δύο ἡμέρες. Τὴν παραμονὴ παίζαμε στὰ καφενεῖα, τὴν ἄλλη ἡμέρα ἀμέσως μετὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ἀπόγευμα στὴν πλατεῖα (στὸν «γενικὸ χορό»), ἐνῶ σχηματίζαμε κοινὸ ταμεῖο. Μεροκάματο ἦταν ἡ χαρτούρα, ἂν καὶ ὑπῆρχαν καὶ κόντρες. Ὅταν μάλιστα δὲν συνεννοούμασταν, ἔβλεπες στὴν ἴδια πλατεῖα δύο ἢ καὶ τρεῖς κομπανίες!», θυμᾶται χαμογελώντας ἕνας βετεράνος τῶν πανηγυριῶν, ὁ κιθαρίστας Κώστας Πίτσος.
«Ὑπῆρχε σειρὰ χοροῦ, ἐνῶ ὅπως ἔλεγε ὁ Κοκοντίνης: “οἱ μουσικοὶ ἦταν κατὰ τόπους”. Ὁ Κοκοντίνης ἦταν “θεός” στὴ Θήβα. Στὸ Ξηρόμερο λάτρευαν τὸν Καρναβᾶ καὶ στὴν Ἤπειρο τὸν Τάσο Χαλκιᾶ καὶ τὸ συγκρότημά του. Σήμερα οἱ Ἀρβανίτες λατρεύουν τὸν Γιῶργο Κόρο, τὴ Βάσω Χατζῆ, τὴ Σοφία Κολλητήρη καὶ τὸν Κώστα Σκαφίδα, ἐνῶ στὴν Πελοπόννησο τὴ Φιλιώ Πυργάκη. Ἀνάλογα μὲ τὸ ποῦ θὰ πηγαίναμε, παίρναμε τὰ ἀνάλογα κλαρίνα καὶ τοὺς τραγουδιστὲς», ἐξηγεῖ ὁ κ. Πίτσος, ἐνῶ διευκρινίζει ὅτι ὁ κάθε τόπος καθόριζε (καὶ ἐν μέρει ἀκόμη) τὸν μουσικὸ τρόπο. «Ὅταν παίζεις τὸ “Παπάκι”, τὸ πράττεις μὲ ἄλλη ρυθμική, ἀνάλογα μὲ τὸ μέρος. Στὸ Ξηρόμερο, ἂς ποῦμε, τὸ παίζεις πιὸ ἀργὰ», προσθέτει.
  Κι ἂν γιὰ δεκαετίες τὰ πανηγύρια εἶχαν τὴ θέση τῆς γιορταστικῆς συνάθροισης ἀνθρώπων μὲ κώδικες, μὲ τὰ χρόνια μετασχηματίστηκαν. «Ἔχει ἀλλάξει πολὺ τὸ πανηγύρι. Τὸ κάποτε εὐγενὲς ποτὸ (ἡ σαμπάνια) μπῆκε στὰ χωράφια. Σήμερα τὰ πανηγύρια γίνονται ἀπὸ τὰ μαγαζιά, τοὺς πολιτιστικοὺς συλλόγους καὶ τὶς ποδοσφαιρικὲς ὁμάδες. Τώρα πιὰ εἶναι ζήτημα νὰ παίξουμε πέντε τσάμικα. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι τσιφτετέλια καὶ συρτοροῦμπες», ἀναφέρει ὁ κ. Πίτσος καὶ τοποθετεῖ τὴ μεταβολὴ κατὰ τὴν τελευταῖα εἰκοσαετία.
«Τὸ πανηγύρι ἔχει ὑποβιβαστεῖ σὲ ἐκτόνωση, δὲν εἶναι πιὰ πεδίο συγκίνησης. Ἔχουν χαθεῖ τὰ κατὰ τόπους χορευτικὰ καὶ μουσικὰ ἰδιώματα. Τώρα πιὰ βλέπεις καὶ κακοὺς χορευτές. Δὲν φταῖνε τὰ σημερινὰ παιδιά, πάντως. Διακόπηκε ἡ προφορικὴ παράδοση καὶ ἔπαιξε τὸν ρόλο της ἡ τηλεόραση καὶ τὸ στὰρ σύστεμ», προσθέτει ὁ κ. Κοντογιάννης. Βεβαίως πανηγύρια συνεχίζουν νὰ γίνονται, ὁ κόσμος τὰ προτιμάει (ἂν καὶ γιὰ χαρτούρα οὔτε κουβέντα), ὁ «Σελήμπεης» ἢ τὸ  «Μαραίνομ᾿ ὁ καϋμένος», συνεχίζουν νὰ συγκινοῦν στὸ ἄκουσμά τους, μουσικοὶ καὶ τραγουδιστὲς ἀκόμη ἀποθεώνονται, τίποτε ὅμως δὲν εἶναι ὅπως παλιὰ.
«Ὁ κόσμος εἶναι πιὸ συγκρατημένος. Μεγάλη κατανάλωση εἴχαμε πάντα στὰ πανηγύρια στὰ ἀρβανιτοχώρια τῆς Θήβας. Τώρα λειτουργεῖ πολὺ τὸ “ψαλίδι” (ὅταν κάνει κάποιος μεγάλο λογαριασμὸ σὲ λουλούδια, τοῦ γίνεται ἔκπτωση)», ἐξηγεῖ ἡ Δῶρα Πετράκη, ποὺ διατηρεῖ ἐπιχείρηση μὲ λουλούδια καὶ προμηθεύει πανηγύρια τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ κέντρα τὴν τελευταῖα δεκαετία. Οἱ κανόνες δὲν ὑπάρχουν πιά, ὅμως ἡ συνταγὴ γιὰ πετυχημένο πανηγύρι τηρεῖται:
«Τὸ πανηγύρι εἶναι μία ἁλυσσίδα πραγμάτων: σωστὸ φαγητὸ (ἀρνὶ σούβλας), σέρβις, προσιτὲς τιμές, σωστὰ σχήματα καλλιτεχνῶν», διευκρινίζει ὁ Βαγγέλης Κασελίμης, ποὺ ὀργανώνει πανηγύρια τὰ τελευταῖα 10 χρόνια. «Τὰ πράγματα εἶναι δύσκολα μὲ τὴν κρίση. Τὸ σύστημα ἔχει τὸ “καπάρο” (ἕνα εἶδος προκαταβολῆς ποὺ κατατίθεται μέσῳ Τραπεζῶν, ἐνῶ ἡ ἐκκαθάριση γίνεται μὲ τὸ πέρας τῆς βραδιᾶς), ἐνῶ ἡ χαρτούρα ἔχει ἐξαλειφθεῖ (ἔχει ἀπομείνει σὲ ἐλάχιστα, ὅπως στὸ Ὕπατο Θήβας)», λέει. 
«Σελήμπεης» ἢ τὸ  «Μαραίνομ᾿ ὁ καϋμένος», συνεχίζουν νὰ συγκινοῦν στὸ ἄκουσμά τους, μουσικοὶ καὶ τραγουδιστὲς ἀκόμη ἀποθεώνονται, τίποτε ὅμως δὲν εἶναι ὅπως παλιὰ.  
   Σήμερα, ποὺ τὸ σκηνικό τοῦ πανηγυριοῦ θυμίζει ὅλο καὶ περισσότερο ἀπόπειρα νὰ «μετακομίσουν» γιὰ μία βραδιὰ τὰ σκυλάδικα στὴν ὕπαιθρο (ὁ μοναδικὸς δίαυλος ἐνημέρωσης εἶναι τὸ ραδιοφωνικὸς σταθμὸς τοῦ Βlackman καὶ οἱ ἀφίσες στὴν Ἐθνικὴ Ὁδό), ποὺ ἡ ὀρχήστρα ἔχει μετασχηματιστεῖ καὶ οἱ καλοὶ χορευτὲς λιγοστεύουν, εἶναι πράξη ὑψηλῆς αἰσθητικῆς ἡ παρουσία παλιῶν θρύλων στὸ πατάρι, ἡ προσήλωση στὸ Δημοτικὸ ρεπερτόριο, ἀλλὰ καὶ οἱ πρῶτες πρωϊνὲς ὧρες μέσα σὲ κάποιο οἰκόπεδο ἢ στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ (στὴ Ρούμελη, τὴν Ἤπειρο, τὴν Πελοπόννησο), ὅπου τὰ λαμπάκια παραμένουν ἀναμμένα, οἱ μουσικοὶ παίζουν πιὸ ἀργά, τὰ κιβώτια τῆς μπίρας ἔχουν ἀδειάσει καὶ ὅλοι ἔχουν ξορκίσει (ἔστω καὶ γιὰ λίγο) τὴν καθημερινότητα τῆς πόλης.

ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΘΡΥΛΟΙ
 «Πανηγύρια δὲν γίνονται ὅπως παλιότερα. Τώρα ὅλα κινοῦνται σὲ διαφορετικὸ στύλ. Εἰδικὰ μὲ τὴν κρίση, οἱ δουλειὲς εἶναι σπασμένες. Τὰ διοργανώνουν πλέον οἱ Σύλλογοι καὶ οἱ Δῆμοι, ἐνῶ τὴ θέση τους παίρνουν οἱ συναυλίες. Ἐγὼ πηγαίνω ἐπιλεκτικά. Ἡ ὕπαιθρος πάντως διψάει, μὲ παίρνουν ἀπὸ παντοῦ καὶ μὲ καλοῦν», διαπιστώνει ἕνα ὄνομα-θρύλος τῶν πανηγυριῶν καὶ τοῦ Δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἡ Σοφία Κολλητήρη, ποὺ ἡ διαδρομὴ της γεμίζει βιβλία, ἀφοῦ γυρίζει τὴν Ἑλλάδα ἐδῶ καὶ 50 χρόνια.
«Θυμᾶμαι ἀκόμη τὸ πρῶτο μου πανηγύρι. Ἦταν στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα Φωκίδας, στὶς 12 Δεκεμβρίου, ὅπου πῆγα γιὰ νὰ βγάλω τὸ ψωμί μου, ἀφοῦ ἤμασταν πολύτεκνη οἰκογένεια. Πῆγα μὲ ἕναν θεῖο μου ποὺ ἔπαιζε σαντούρι, ἀφοῦ ὁ πατέρας μου δὲν μὲ ἄφηνε», θυμᾶται ἡ κ. Κολλητήρη. Ἕνα ἄλλο «ἱερὸ» πρόσωπο τῶν πανηγυριῶν εἶναι ἡ Τασία Βέρρα. «Δὲν πάω πιά. Δὲν ἀκοῦνε οἱ μουσικοὶ τὸν τραγουδιστή, κυριαρχοῦν τὰ μηχανήματα. Δὲν ἀκοῦς τί λὲς», μοῦ λέει. «Τὸ πατάρι ὑπῆρξε τό... ἱερό μου. Τὰ ἔχω ζήσει ὅλα. Πρὶν ἀπὸ 15 χρόνια, σὲ πανηγύρι στὸ Αἰτωλικὸ Μεσολογγίου, ἦταν μία ὡραία παρέα ἡλικιωμένων, χόρευαν, πλήρωναν καλά. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ξαφνικά, ὅπως χόρευε ἔχασε τὸ χρῶμα του. Πέθανε! Τρελλάθηκα», θυμᾶται ἡ κ. Βέρρα.  «Πρῶτο μου πανηγύρι ἦταν τὸ 1956 στὴν Ναύπακτο (12 ἐτῶν!) μὲ Βασίλη Σαλέα, Φάνη Λαβίδα καὶ τὴν ἀδελφή μου, τὴ Φρόσω. Μερικὰ “ζόρικα” ποὺ θυμᾶμαι ἦταν στὶς Φαρὲς Ἀχαΐας (20 Ἰουλίου), στὴν Πεντάλοφο Ἀγρινίου καὶ στὴ Ναύπακτο. Πολλοὶ γλεντζέδες ἦταν στὰ ἀρβανιτοχώρια τῆς Θήβας. Ἐκεῖ ἔδινα τὸν ἑαυτό μου. Πλήρωναν ἁδρὰ καὶ τρελλαίνονταν ὅταν ἔλεγα τὰ Κλέφτικα. Στὸν Ἅγιο Θωμᾶ Θήβας μία φορὰ πῆγε πρωΐ καὶ δὲν ἔφευγε ὁ κόσμος. “Ρέ παιδιὰ, ἔχω στούντιο”, τίποτε! Τὰ “τυχερὰ” πάντως ἦταν πολλά. Θυμᾶμαι 40.000 δρχ. τὸ 1965, στὸν Ἅγιο Θωμᾶ Θήβας. Τώρα πιὰ ὁ χορὸς εἶναι ἐλεύθερος, βλέπεις 1.000 ἄτομα καὶ εἶναι μουδιασμένα», προσθέτει.
   Ἡ Γιώτα Γρίβα, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀνήκει στὶς νέες δυνάμεις τοῦ Δημοτικοῦ καὶ τῶν πανηγυριῶν. Ἄρχισε τὸ 2002 μὲ τὸν κλαρινιτζῆ Πετρολούκα Χαλκιᾶ καὶ τὸν Ἀντώνη Κυρίτση. Εἶναι γεννημένη στὴ Βουλγαρία καὶ ἔχει σαρακατσάνικη καταγωγὴ. «Μέχρι τὶς 14 Σεπτεμβρίου εἶμαι κλεισμένη νὰ πηγαίνω σὲ πανηγύρια. Μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει μεγάλη κατανάλωση, ἀλλὰ βλέπω καλὴ ἀνταπόκριση. Θυμίζουν ὅλο καὶ περισσότερο συναυλίες, χάνεται ἡ παλιὰ δομὴ μὲ τὴ σειρὰ τοῦ χοροῦ, τώρα ἡ πίστα εἶναι ἐλεύθερη. Κάποια κρατᾶνε πάντως, ὅπως στὰ Τριπόταμα Ἀχαΐας ποὺ εἶναι τριήμερο», ἐξηγεῖ στὰ «ΝΕΑ».
   «Τὸ πρῶτο μου πανηγύρι ἦταν στὸ Κρυεκούκι, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ 1956 καὶ ἤμουν 17 ἐτῶν. Δούλευα σὲ κουρεῖο καὶ ἔβγαλα σὲ ἐκεῖνο τὸ πανηγύρι ὅσα λεφτὰ ἔβγαζα στὸ κουρεῖο σὲ δύο μῆνες», θυμᾶται ὁ τραγουδιστής Κώστας Σκαφίδας, μὲ 55 χρόνια στὸ τραγούδι καὶ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Λαμία.

   «ΣΑΝ ΑΡΚΟΥΔΕΣ»
«Παλιὰ τὰ πανηγύρια γίνονταν ἀπὸ τὰ καφενεῖα τοῦ χωριοῦ. Εἶχαν ὑποχρέωση νὰ βάλουν ζυγιὰ (συγκρότημα). Ὁ κόσμος ἄκουγε, ζητοῦσαν σειρὰ χοροῦ. Χαρτούρα εἴχαμε πολλὴ στὰ Μεσόγεια καὶ στὰ ἀρβανιτοχώρια. Μεγάλωσα πέντε παιδιὰ ἀπὸ τὴ δουλειά. Τότε ἀμειβόσουν ὑλικὰ καὶ συναισθηματικά. Χαιρόμασταν τὸν πελάτη. Θυμᾶμαι ἐμποροπανήγυρη στὴ Λιβαδειὰ ἢ στὴν Εὔβοια, ὅπου τραγουδούσαμε ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἐγὼ κατάργησα τὸ τραγούδι τῆς ἡμέρας, μὲ ζήτησαν σὲ ἕνα πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ στὴ Λαμία καὶ δέχθηκα νὰ πάω μόνο βράδυ», λέει. Σήμερα; «Πάω ἐπιλεκτικά. Ἔχουν ἀλλάξει πολύ. Τώρα σηκώνονται καὶ χορεύουν σὰν ἀρκοῦδες, σπανίζουν οἱ μερακλῆδες. Φέτος ὑπάρχει πτώση τοὐλάχιστον 40% σὲ μεροκάματα. Οἱ Δῆμοι ἔχουν ὑποχρέωση νὰ πάρουν πάνω τους τὰ πανηγύρια».

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητοί φίλοι και αδελφοί,
    Εύχομαι από καρδιάς την ευλογία του Χριστού, της Παναγιάς μας και των αγίων μας στην προσπάθειά σας.
    Ίσως σας ενδιαφέρουν, σχετικά με το παρόν άρθρο, τα άρθρα:
    Άγιοι και πανηγύρια του Ιούλη
    Οι θρησκευτικές γιορτές ως παράγοντας ποιότητας ζωής
    (ελεύθερα για αναδημοσίευση).
    Θα βρείτε τις σχετικές παραπομπές (μαζί με άλλες) εδώ:
    http://o-nekros.blogspot.gr/2015/07/blog-post.html
    Σας ευχαριστώ.
    Ο Θεός μαζί σας / μας και με όλο τον κόσμο.
    Καλό (υπόλοιπο) καλοκαίρι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή